διοπτρία

διοπτρία
Η μετρική έκφραση του αντιστρόφου της εστιακής απόστασης f των οπτικών συστημάτων γενικά και των φακών ειδικότερα, η οποία ονομάζεται σύγκλισηοπτική ισχύς D. Ο υπολογισμός της δ. (D) προκύπτει από τον τύπο Τα συγκλίνοντα οπτικά συστήματα έχουν θετική εστιακή απόσταση, όπως οι αμφίκυρτοι φακοί, και συνεπώς έχουν θετική σύγκλιση, ενώ τα αποκλίνοντα συστήματα έχουν αρνητική σύγκλιση. Στην περίπτωση αυτή, η απόλυτη τιμή της σύγκλισης ονομάζεται απόκλιση. Ένας αμφίκοιλος φακός, για παράδειγμα, εστιακής απόστασης f = 20 εκ. έχει οπτική ισχύ -5 δ. Ένας φακός που συγκλίνει με f = 2 μ. έχει ισχύ 0,5 δ.
* * *
η
μονάδα μέτρησης τής ισχύος ενός φακού ή οπτικού συστήματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διοπτρία — η (φυσ.), μονάδα για τη μέτρηση της ισχύος των φακών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διοπτρικός — ή, ό (AM διοπτρικός, ή, όν) [διόπτρα] Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διόπτρα και τη χρήση της νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στη διοπτρία ή τη διοπτρική 2. φρ. «διοπτρικό τηλεσκόπιο» αστρονομικό τηλεσκόπιο μόνο με φακούς, χωρίς κάτοπτρο II …   Dictionary of Greek

  • ισχύς — Η ποσότητα της ενέργειας που παράγεται ή απορροφάται από ένα σύστημα στη μονάδα του χρόνου· ειδικότερα, η ι. ενός κινητήρα είναι η ποσότητα του έργου που αυτός παράγει στη μονάδα του χρόνου. Ως προς την κίνηση, η ι. ενός κινητήρα συνήθως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”